προσχρώμαι

προσχρώμαι
-άομαι, Α
1. μεταχειρίζομαι κάτι επί πλέον ή ωφελούμαι από κάτι επί πλέον («ἀλλοτρίῳ ὀνόματι προσχρώμενοι», Πλάτ.)
2. χρησιμοποιώ κάτι («προσχρησάμενοι τοῑς... ἀποσταλεῑσι γράμμασι», ΠΔ)
3. διαφθείρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + χρῶμαι «μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσχρῶμαι — προσχράομαι use pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) προσχράομαι use pres ind mp 1st sg προσχράομαι use pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτιχρέομαι — Α (δωρ. τ.) προσχρῶμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + χρῶμαι / χράομαι / χρέομαι] …   Dictionary of Greek

  • πρόσχρησις — ήσεως, ἡ, Α [προσχρῶμαι] η πρόσθετη χρήση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”